A.to be inspired, frenzied, ὁπόσοι αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν as many as made them hope by divinations, Th.8.1; θ. καὶ θεοφορεῖται is divinely inspired, Ph.1.479; ὁπόσοι τελεταῖς ἐθείαζον obtained inspiration through ritual, Philostr.Her.5.3.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Θθ
-
θα^λάσσ-ιος
θα^λασσ-ίτης
-
θα^λέω
Θα^λῆς
-
θα^μ-ίζω
θα^μι^νάκις
-
θαρσα^λ-έος
θαρσα^λ-εότης
-
θαψία
θάψι^νος
-
θεατρ-ώδης
θεατρ-ώνης
-
θείομεν
θεῖον
-
θέμα
θεμα^τ-ίζω
-
θεοβλαβ-ής
θεό-βουλος
-
θεό-κλυ^τος
θεό-κμητος
-
θεο-παίγμων
θεό-παις
-
θεοσεβ-έω
θεοσεβ-ής
-
θεόφιλ-ος
θεοφιλ-ότης
-
θερα?́π-ων
θέραψ
-
θερμαψίς
θέρμη
-
θερμ-ώδης
θερμ-ωλή
-
Θεσσάλ-ειος
Θεσσαλ-ία
-
θεωροδοκ-έω
θεωροδοκ-ία
-
θηλυ^-γόνος
θηλυδρί-ας
-
θημωνοθετέω
θην
-
Θηρίκλειος
θηριό-βρωτος
-
θηρο-νόμος
θηρό-πεπλος
-
θητ-εύω
θητ-ικός
-
θλι^β-ίας
θλι?́β-ω
-
θολ-ός
θολ-όω
-
θράζω
θραίειν:
-
θρα^συ-πτόλεμος
θρα^σύς
-
θρεσκός
θρεττα^νελό
-
θρι^αμβ-εύω
θρι^αμβ-ικός
-
θρόμβ-ωσις
θρον-ίζομαι
-
θρύψιχος
θρυψίχρως
-
θυ^-ηλή
θυ^-ήλημα
-
θυ_μ-αίνω
θυ_μ-αλγής
-
θυ_μο-βόρος
θυ_μο-δα^κής
-
θυννοσκοπ-εῖον
θυννοσκοπ-έω
-
θυρευτής
θύρη
-
θυ^ρωρ-εῖον
θυ^ρωρ-έω
-
θυ^ωρ-εῖσθαι:
θυ^ωρ-ίς
-
θώψ
entry:
θεατρ-ώνης
θεάφιον
θεάω
θεειδής
θέεινος
θέειον
θεη-γενής
θεη-γορέω
θεη-γόρος
θεη-δόχος
θεήϊος
θεηκολ-έω
θεηκολ-εών
θεήκολ-ος
θεηκόρος
θεηλ-α^σία
θεηλ-α^τέομαι
θεήλ-α^τος
θέημα
θεημάχος
θεημοσύνη
θεήμων
θεηπολέω
θεητής
θέθμιον
θεία
θει-άζω
θει-ασμός
θει-αστής
θει-αστικός
θειάφιον
Θείβα_θεν
θείκελος
θεϊκός
θειλο-πεδεύω
θειλό-πεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί:
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειο-γενής
θειο-δάμη
θειό-δμητος
θειό-δομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
θει-άζω , (θεῖος A)