A.with a woman's μίτρα, in woman's clothes, Luc.DDeor.18.1: acc. -μίτρην prob. cj. for -μητριν, -μιτριν, Id.Bacch. 3.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Θθ
-
θα^λάσσ-ιος
θα^λασσ-ίτης
-
θα^λέω
Θα^λῆς
-
θα^μ-ίζω
θα^μι^νάκις
-
θαρσα^λ-έος
θαρσα^λ-εότης
-
θαψία
θάψι^νος
-
θεατρ-ώδης
θεατρ-ώνης
-
θείομεν
θεῖον
-
θέμα
θεμα^τ-ίζω
-
θεοβλαβ-ής
θεό-βουλος
-
θεό-κλυ^τος
θεό-κμητος
-
θεο-παίγμων
θεό-παις
-
θεοσεβ-έω
θεοσεβ-ής
-
θεόφιλ-ος
θεοφιλ-ότης
-
θερα?́π-ων
θέραψ
-
θερμαψίς
θέρμη
-
θερμ-ώδης
θερμ-ωλή
-
Θεσσάλ-ειος
Θεσσαλ-ία
-
θεωροδοκ-έω
θεωροδοκ-ία
-
θηλυ^-γόνος
θηλυδρί-ας
-
θημωνοθετέω
θην
-
Θηρίκλειος
θηριό-βρωτος
-
θηρο-νόμος
θηρό-πεπλος
-
θητ-εύω
θητ-ικός
-
θλι^β-ίας
θλι?́β-ω
-
θολ-ός
θολ-όω
-
θράζω
θραίειν:
-
θρα^συ-πτόλεμος
θρα^σύς
-
θρεσκός
θρεττα^νελό
-
θρι^αμβ-εύω
θρι^αμβ-ικός
-
θρόμβ-ωσις
θρον-ίζομαι
-
θρύψιχος
θρυψίχρως
-
θυ^-ηλή
θυ^-ήλημα
-
θυ_μ-αίνω
θυ_μ-αλγής
-
θυ_μο-βόρος
θυ_μο-δα^κής
-
θυννοσκοπ-εῖον
θυννοσκοπ-έω
-
θυρευτής
θύρη
-
θυ^ρωρ-εῖον
θυ^ρωρ-έω
-
θυ^ωρ-εῖσθαι:
θυ^ωρ-ίς
-
θώψ
entry:
θηλυδρί-ας
θηλυδρι-ώδης
θηλυδρι-ῶτις
θηλυ^κός
θηλυ-κράνεια
θηλυ-κρα^τής
θηλυ-κτόνος
θηλυ^κώδης
θηλύ-λα^λος
θηλυ-μα^νέω
θηλυ-μα^νής
θηλυ-μελής
θηλυ-μίτρης
θηλύ-μορφος
θηλύ-νοος
θηλύνω
θηλύ-πα^θεω
θηλύ-παις
θηλυ-ποιός
θηλύ-πους
θηλυ-πρεπής
θηλύ-πρι_νος
θηλυ-πρόσωπος
θηλυ-πτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολ-έω
θηλυστολ-ία
θηλύστολ-ος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυ^τοκ-έω
θηλυ^τοκ-ία
θηλυ?́τοκ-ος
θηλύ-τροπος
θηλυ-φα^νής
θηλυ-φθόριον
θηλυ-φόνος
θηλύ-φρων
θηλύ-φωνος
θηλύ-χειρ
θηλυ-χίτων
θηλυ-χοίρα
θηλύ-ψυ_χος
θηλώ
θῆμα
θημολογέω
θημών
θημωνιά
θημωνοθετέω
This text is part of:
View text chunked by:
θηλυ-μίτρης , ου, ὁ,