A.effeminate person, Hdt.7.153, Ph. 1.262, Luc.DDeor.5.3, S.E.P.3.217 (pl.), Lib.Or.64.83 (pl.); of animals, Arist.HA631b17:—hence θηλυδριάω , Gloss.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
entry:
Ζζ
ζά
ζᾶ
ζαβάλλω
ζάβατος
ζαβλεμένως:
ζάβοτος
ζαβρός
ζάγκλη
ζάγκλον
ζάγρα
Ζαγραῖος
Ζαγρεύς
ζάγρη:
ζάδηλος
ζαελεξάμαν
ζαζαῖος:
ζάημι
ζα_ής
ζάθεος
ζα^θερής
ζαιός:
ζα^καλλής
ζα^κορ-εύω
ζα^κορ-ίσου
ζα?́κορ-ος
ζάκοτος
ζακρυ^όεις
ζάκτι:
ζα^κυνθίδες
ζα^λάω
ζαλέγομαι
ζαλεία
ζάλευκος
ζα_λέω
ζάλη
ζαλλεύω
ζαλμός
ζάλος
ζᾶλος
ζάματος
ζα^μεν-έω
ζα^μεν-ής
ζαμερίτας
ζαμῆται:
ζα_μία
ζα_μιοργία
Ζάν
ζα^νεκέως
ζάπεδον
This text is part of:
View text chunked by:
θηλυδρί-ας , ου, Ion. θηλυδρι-ίης , εω, ὁ,