A.give way, “σε . . αἰτῶ πιθέσθαι καὶ παρεικαθεῖν” S. OC1334, cf. Ant.1102; permit, allow, “ὅσον γ᾽ἂν ἡ δύναμις παρείκῃ” Pl.R.374e ; “ὅπως ἂν παρείκωσι θεοὶ νομοθετεῖν” Id.Lg. 934c ; “οἷσπερ ἂν ὁ θεὸς παρείκῃ” Id.Tht. 150d ; κατὰ τὸ αἰεὶ παρεῖκον by such ways as permitted a passage, as were practicable, Th.4.36 ; “χωρίοις ἀποτόμοις καὶ χαλεποῖς, οὐ μὴν ἀλλὰ . . παρείκουσιν” Plu.Cam.27.
II. impers., παρείκει μοι it is competent, allowable for me, “εἴ μοι παρείκοι” S.Ph. 1048; ὅπῃ παρείκοι wherever it was practicable, Th.3.1 ; “καθ᾽ ὅσον παρείκει” Pl.Smp. 187e : c. inf., “τόν γε βουλόμενον . . οὐκέτι παρείκει . . ἀκολάστως ζῆν” Id.Lg. 734b ; ἐὰν ἄρα ἡμῖν πῃ παρεικάθῃ (Böckh for -“ασθῇ . . ἀπαλλάττειν” Id.Sph. 254c.