A.cause to glance off to the side, of an arrow, “παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων” Il.8.311 ; π. τινὰ καλῶν foil one of . . , Pi.N.11.31 ; “π. τινὰ νόοιο” Opp.H.3.200 :—Pass., err, be deceived, “νοῦς παρέσφαλται” Critias 6.13 ; ἀληθείας . . ἐκτὸς παρεσφαλμένοι having wandered from it, Pl.Epin.976b, cf. Procl. in Prm.p.548 S.; “ταύτης ὁ Μῶμος ἄχθεται-σφαλείς” Com.Adesp. 262 ; “εἴ τι παρεσφάλη” Ph.2.440.
παρασφάλλω , aor. παρέσφηλα (v. infr.),