A.dance the fling, “ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν” App.Prov.4.25: hence ἀποπυ_δα^ρίζειν μόθωνα kick up (i.e. dance) a μόθων, Ar.Eq.697: διαπυ_δα^ρίζει (-πονδ- cod.),= διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται, Com.Adesp.977. (Falsely expld. as Aeol. for Ποδαρίζω (from πούς) or from Πυγαρίζω (from πυγή) by Irenaeus ap. EM696.2 = Sch.Ar.l.c.): hence πυ_δα^ρισμός , ὁ,= δυσχέρεια, Zonar.
πυ_δα^ρίζω ( πυδαλ- Suid.),