A.go or come forth, go out of the house, “δμῳὰς δ᾽ οὐκ εἴας προβλωσκέμεν” Od.19.25; “ὁ δὲ προμολών” 4.22, cf.24.388, Il.21.37; “μή τι θύραζε προβλώσκειν” Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., “προβλώσκειν μεγάρων” Orph.Fr.270.6.
προβλώσκω , aor. inf. προμολεῖν,