I. in Hom.,
1. of the sea (cf. πορφύρω), heaving, surging, [“χαράδραι] ἐς . . ἅλα πορφυρέην μεγάλα στενάχουσι ὁέουσαι” Il.16.391; “ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾽ ἴαχε νηὸς ἰούσης” 1.482, Od.2.428; “π. κῦμα . . ποταμοῖο ἵστατ᾽ ἀειρόμενον” Il.21.326, cf. Od.11.243; θάλασσα Alc.l.c.
2. of blood, gushing, “αἵματι δὲ χθὼν δεύετο π.” Il.17.361; so, π. θάνατος onrushing death, of death in battle, 5.83, al. (but, π. θάνατος: ὁ μέλας καὶ βαθὺς καὶ ταραχώδης, Hsch.).
II. purple, of stuff, cloths, etc., “π. φᾶρος” Il.8.221; “χλαῖνα” Od.4.115; “πέπλοι” Il.24.796; “δίπλαξ” 3.126, Od.19.242; “ῥήγεα” Il.24.645; “τάπητες” 9.200, Od.20.151; “σφαῖρα” 8.373; “χλάμυς” Sapph.64; σπάργανα, πτερά, Pi.P.4.114, 183; χλανίς, χιτών, Simon.37.11, B.17.52, cf. A.Pers.317, Hdt.1.50, E.Or.1457 codd. (lyr.), etc.
2. of human complexion, bright-red, rosy, flushing, “π. Ἀφροδίτη” Anacr.2.3; “στόμα” Simon.72; “παρῇδες” Phryn.Trag.13; χείλη IG3.1376.
3. purple-clad, in purple, Luc. Tim.20.
4. neut. pl. πορφυρᾶ purple colour or purple spots, Ael.NA17.33.