A.“πολεμιζέμεναι” 9.337:—also πτολεμίζω (metri gr.), 8.428, al.: fut. πολεμίζω or πτολεμίζω, 24.667, 2.328:—poet. form of πολεμέω, wage war, fight, τινι with one, Il.9.337, al.; π. Διὸς ἄντα, Ἀχιλῆος ἐναντίβιον, 8.428, 20.85; “μετ᾽ Ἀχαιοῖσιν” jointly with . . , 9.352; “ἄπρηκτον πόλεμον π.” 2.121; “τόζῳ π.” Pi.O.9.32 (nisi leg. πελεμ-)“; τῇ γλώττῃ” Ar.Nu.419:—Med., Pi.N.8.29 (nisi leg. πελεμ-).
πολεμ-ίζω , Il.1.168,al.; Ep. inf.