A.slow-moving, sluggish, dull, “αἰεί ποτ᾽ ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε” S.Fr.142.19 ; “τὸ δυσκίνητον καὶ ν.” Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ; “Κρόνου ν. δύναμις” Porph. ap. Eus.PE3.11 ; “πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ” E.Or.800 (troch.) ; “ν. βάρος” Nic.Th.162 ; “νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι” Arat.391 ; “ἄνθρωποι-έστατοι” Phld.Ir.p.64W.; “ἔκλαμψισ-εστέρα” Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα).
νωχελ-ής , ές,