A.“νομιῶ” Ar.Av.571, Th.4.87, etc.; Ion. 1pl. “νομιοῦμεν” Hdt.2.17; later “νομίσω” Longus 1.1 codd., Procop.Gaz.Ep.12: aor. ἐνόμισα, poet. “νόμισα” Pi.I.5(4).2: pf. “νενόμικα” Axionic.6.8:—Pass., fut. “νομισθήσομαι” Pl.Sph.240e, etc.: fut. Med. νομιοῦμαι in pass. sense, Hp.Morb.Sacr.1: aor. ἐνομίσθην (v. infr. 1.1, 2): pf. νενόμισμαι, 3pl. “νενομίδαται” D.C.51.23; Dor. inf. “-ίχθαι” Sthenid. ap. Stob.4.7.63: plpf. 3sg. “ἐνενόμιστο” Ar.Nu.962: (νόμος):—use customarily, practise, “ἓν τόδε ἴδιον νενομίκασι” Hdt.1.173; ν. γλῶσσαν to have a language in common use, ib.142; “φωνήν” Id.2.42; “οὔτε ἀσπίδα οὔτε δόρυ” Id.5.97; πανήγυριν, πληγὴν ἐν τῇ ὁρτῇ, Id.2.63; ταῦτα . . Ἕλληνες ἀπ᾽ Αἰγυπτίων νενομίκασι have adopted these customs from the Egyptians, ib.51, cf. 4.27; “ἱπποτροφίας ἐν Πανελλάνων νόμῳ” Pi.I.2.38; “ἀργυροστερῆ βίον” A.Ch.1003(989); “ν. θειότατον νόμον” Gorg.Fr.6D.; ν. ἐκκλησίαν have a regular popular assembly, Arist. Pol.1275b7; ἀγορᾶς κατασκευὴν ν. (cj. for ὀνομάζουσιν) ib. 1331a32; “δραχμὰς ἇν Τροζάνιοι νομίζοντι” IG42(1).77.16 (Epid., ii B.C.):—freq. in Pass., to be customary, “οὔτω τοῦτο νομίσδεται” Alc.Supp.24; “ὅπου τὸ χαίρειν μηδαμοῦ νομίζεται” A.Eu.423; “σωφροσύνη 'νενόμιστο” was the fashion, Ar.Nu.962: impers., “εἰκῇ νομίζεται” Xenoph.2.13; ὡς νομίζεται as is the custom, A.Eu.32, E.Alc.99 (lyr.), etc.; “οἷάπερ ν.” A.Ag. 1046; “οἷα τοῖς κάτω νομίζεται” S.El.327, cf. 691; “ᾗ νομίζεται” Id.OC 1603: part. νομιζόμενος customary, “γέρα τὰ ν.” Th.1.25; “εὐχαὶ αἱ ν.” Id.6.32; “εἰς τὸν ν. χρόνον” IG12.19.15; “τὰ ν.” customs, usages, Hdt.1.35, 5.42, Ar.Pl.1185; “τὰ ν. μυστήρια” Heraclit.14; “τὰ ἱερὰ τὰ ν.” Antipho 5.82; “συντελέσαι τὰ ν. τοῖς θεοῖς” IG12.22.4, cf. 54.16; “τὰ τοῖς θεοῖς ν.” X.Cyr. 4.5.14; freq. of funeral rites, “τὰ ν. ποιεῖν” Aeschin.1.13, cf. Isoc.19.33; “ἐπειδὴ τὰ ν. αὐτῷ φέροιτο” D.18.243: also aor. part., “τό τοι νομισθὲν τῆς ἀληθείας κρατεῖ” S.Fr.86; “τὰ ν.” E.Ba.71 (lyr.): pf. part., “τὰ νενομισμένα τοῖς κατοιχομένοις” PRyl.153.6 (ii A.D.), cf. SIG1109.34 (ii A.D.).
2. of a legislator, enact, “ἐνόμισεν ἑνὶ ἱματίῳ δι᾽ ἔτους προσεθίζεσθαι” X.Lac.2.4, cf. 12.3, Cyr.8.5.3: c.acc., Id.Lac.1.7:—Pass., D.C. 37.20; “τὰ νομισθέντα ὑπὸ Μάρκου” Id.78.22; cf. “νομιστέος” 1.
3. c. dat., make common use of, use, “φωνῇ” Hdt.4.117; ὑσί ib.63; νομίζουσι Αἰγύπτιοι οὐδ᾽ ἥρωσι οὐδέν, i.e. practise no such worship, Id.2.50; “ἀγῶσι καὶ θυσίαις” Th.2.38; “εὐσεβείᾳ” Id.3.82; “οὔτε τούτοις χρῆται οὔθ᾽ οἷς ἡ ἄλλη Ἑλλὰς ν.” Id.1.77; esp. use as current coin, “ἐν Βυζαντίοις, ὅπου σιδαρέοισι νομίσμασιν νομίζουσι” Pl.Com.96 (dub. l.); “ἐν Λακεδαίμονι σιδηρῷ σταθμῷ νομίζουσι” Pl.Erx.400b:—hence in Pass., to be struck, ἀργύριον νενομισμένον ἐς Τιβέριον, i.e. with the head of Tiberius, Philostr.VA1.15.
4. c. inf., to be accustomed to do, “νομίζουσι Διὶ θυσίας ἔρδειν” Hdt.1.131, cf. 133,202, 3.15, etc.:— Pass., “νενόμισται τὰ σχέτλια ἔργα Λήμνια καλέεσθαι” Id.6.138; γυμνοὺς εἰσιέναι νομίζεται it is customary for them . . , Ar.Nu.498, cf. 1420, Th. 2.15, X.HG2.4.36.
II. own, acknowledge, consider as, “ὡς δούλους ν. τινάς” Hdt.2.1; “τὸν προέχοντα ἔτεσι ν. ὡς πατέρα” Pl.Lg.879c: ὡς is freq. omitted, “ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν” A.Pers.169; “τοὺς κακοὺς χρηστοὺς ν.” S.OT610, cf. Ant.183, El.1317; “τοὺς αὐτοὺς φίλους νομιῶ καὶ ἐχθρούς” IG12.71.20; “νομίσαι χρὴ ταῦτα μυστήρια” Ar. Nu.143; θεὸν ν. τινά believe in one as a god, “σὺ Ἔρωτα οὐ θεὸν νομίζεις” Pl.Smp.202d; “θεὰν οὐ τὴν Ἀναίδειαν, ἀλλὰ τὴν Αἰδῶ ν.” X.Smp.8.35; ν. τούτους [θεούς] believe in these [as gods], Hdt.4.59; “οὓς ἡ πόλις ν. θεοὺς οὐ νομίζων” X.Mem.1.1.1, Ap.10, Pl.Ap.24b; “τοὺς ἀρχαίους οὐ ν.” Id.Euthphr.3b; but ν. θεοὺς εἶναι believe that there are gods, Id.Ap. 26c, Lg.886a (cf. infr. 4): without εἶναι, δίκην καὶ θεοὺς μόνον ν. [ἄνθρωπος] Id.Mx.237d; τὸ παράπαν θεοὺς οὐδαμῶς ν. to be an atheist, Id.Lg.885c, cf. 908c, Ap.18c, Prt.322a; “θεοὺς ν. οὐδαμοῦ” A.Pers. 497:—Pass., to be deemed, reputed, considered, “οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται” Parm.6.8; “Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι” Hdt. 2.51; οἱ νομιζόμενοι μὲν υἱεῖς, μὴ ὄντες δέ . . D.40.47; ἡ -ομένη (v.l. ὀνομαζ-) “πολιτεία” Arist.Pol.1293b22.
2. esteem, hold in honour, “χρυσὸν . . περιώσιον ἄλλων” Pi.I.5(4).2; “οὔτε θεοὺς οὔτε ἀνθρώπους ν.” Lys.12.9:—Pass., to be esteemed, Pl.Grg.466b.
3. c. acc. rei, hold, believe, “ταὐτὰ περί τινος” Id.Phdr.258c, etc.; “ἐποίει ἄλλα παρ᾽ ἃ ἐνόμισεν” Id.Min.320b; ἀκοῇ ν., opp. πείρᾳ αἰσθάνεσθαι, Th.4.81.
4. c. acc. et inf., deem, hold, believe that . . , πότερα νομίζεις δυστυχεῖν ἐμέ; S.OC 800, cf. OT549, X.HG3.4.11; “θεὸν νομίζουσι εἶναι τὸ πῦρ” Hdt.3.16: c. fut. inf., expect that . . , S.OT551: aor. inf. is sts. found in codd. referring to fut., “ἐνόμισαν ἐπιθέμενοι ῥᾳδίως κρατῆσαι” Th.2.3 (κρατήσειν in same phrase, Aen.Tact.2.3), cf. Th.3.24, Lys.13.6; in S. Aj.1082 the aor. inf. may be gnomic.
5. c. part., “νομίσωμεν ἐκγενησόμενον” Th.7.68; “νόμιζε . . ἄνδρα ἀγαθὸν ἀποκτείνων” X.An.6.6.24; “νόμιζε ταῦτα δεδογμένα” Pl.R.450a, cf. D.14.9 (s.v.l.).