A.“ἐρύεσθαι” Il.14.422, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : aor. 1 “εἰρύσσατο” 22.306, “ἐρύσαντο” 1.466, etc.; subj. “ἐρύσωμαι” A.R.1.1204; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456,298 ; inf.“ἐρύσασθαι” 22.351 ; part.“ἐρυσσάμενος” 1.190, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [“ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ.” Od.8.504 ; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ; “ἄορ ἐκ κολεοῖο” Theoc.22.191 ; “δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην” Od.10.165 ; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ; “βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων” Theoc.25.273 ; simply, wrench, “ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται” A.R.1.1204.
2. of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).