A.to be engrained, “ἐν ἅπασι τοῖς μέρεσιν ἐγκέχρωσται ἡ λευκότης” Arist.Xen.978a11: metaph., to be amalgamated with, “πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ” Id.EN1105a3; “νόμον ἐν τοῖς ἤθεσι καὶ τοῖς ἐπιταδεύμασι τῶν πολιτᾶν ἐγχρῴζεσθαι δεῖ” Archyt. ap. Stob. 4.1.138:—Act. only ἐγχρώσας: χρίσας, Hsch.
ἐγχρῴζομαι , Pass.,