A.“-είσω” D.35.52: aor. “ἐδάνεισα” X.Cyr.3.1.34, etc.: pf. “δεδάνεικα” D.35.52:—Med., ibid.: fut. “δανείσομαι” Id.32.15: aor. “ἐδανεισάμην” Lys.12.59, etc.: pf. δεδάνεισμαι in med. sense, X. HG6.5.19, D.37.53:—Pass., aor. “ἐδανείσθην” X.HG2.4.28, D.33.12: pf. “δεδάνεισμαι” Id.36.5, 49.53: (δάνος):—put out money at usury, lend, IG12.302.56, Ar.Th.842, al.; more fully, “δ. ἐπὶ τόκῳ” Pl.Lg. 742c; “ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου” D.53.13, cf. Aeschin.1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of . ., D.27.27; “ἐπὶ τοῖς σώμασι” Arist.Ath.9.1; “εἰς τὰ ἡμέτερα” D.27.28; “δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον καὶ πάλιν Ἀθήναζε” Id.35.3.
2. Med., have lent to one, borrow, Ar.Nu.1306, etc.; “ἀπό τινος” Lys.17.2; ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15; “δ. ἐγγείων τόκων” 34.23:—Act. and Med. opposed, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον ap.D.35.11:—Pass., of the money, to be lent out, Ar.Nu.756, X.HG2.4.28, D.33.12.