A.more dog-like, i.e. more shameless (cf. “κύων” 11), Hom. only in neut., “ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο” Il.8.483; “οὐ . . κ. ἄλλο γυναικός” Od.11.427; “οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κ. ἄλλο” 7.216; more horrible, “κ. ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης” 20.18: later in masc., “κυνῶν κύντερος” Anon. ap. Suid. s.v. Διονυσίων.
κύντερος , α, ον, Comp. Adj. formed from κύων,