2. of or for service, doing service, “τὸ μὲν -ώτατον . . τῷ σώματι, τὸ δὲ ἀρχικώτατον” Pl.Lg.942e; “ἐπιμέλειαι ὑ.” of public servants, Arist.Pol.1299a24; ἡ θεοῖς ὑ. (sc. τέχνη) Pl.Euthphr.13e; ἡ ἰατροῖς ὑ. εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν τυγχάνει οὖσα ὑ.; ib.d; serviceable, “τοῖς τῆς ψυχῆς ἔργοις -ώτατον . . τὸ θερμόν ἐστιν” Arist.PA52b10.
3. opp. ἀρχικός, subordinate, Id.Pol.1260a23, cf. 1256a5; ἀγαθά, opp. προηγούμενα, Arr.Epict.2.8.6, cf. Iamb.Myst.1.5.