A.file down, make thin, “ἰσχναίνων καὶ καταρινῶν τὰ συγκρίματα” Antyll. ap. Stob.4.37.16: metaph., κατερρινημένον τι λέγειν polished, elegant, Ar.Ra.901; of men, βραχίον᾽ εὖ κατερρινημένους, i. e. having had all superfluous flesh worked off, A. Supp.747 (κατερρινωμένους covered with shields, Wellauer; cf. κατερρινωμένον: καταπεπυκασμένον, καταδεδερματωμένον, Hsch.).
καταρρι_νάω or καταρριζ-έω , (ῥίνη)