A.cover up, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν (sc. μηρούς) Il. 1.460, cf. Hdt.2.47 (tm.); “με τεθνηῶτα . . κατὰ γαῖα καλύπτοι” Il.6.464; “κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν” 16.325; Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κ. 17.594; “κἀμὲ θανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι” A.Pers.917 (anap.), cf. Hes.Op.121, E.Tr.1315 (lyr.), etc.:—Med., κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν having covered his head, Od.8.92; so -καλυψάμενος alone, Hdt.6.67; κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη even one veiled would perceive, Pl. Men.76b; “λογισμῷ κατακαλυψάμενος” Id.Ep.340a.
κατακα^λύπτω ,