A.of or for embellishment, “ἄσκησις” Luc.Am.9; “ποικιλία” Them.Or.24.303c; “τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος” Gal.12.434, cf. UP1.9: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of embellishment, Pl.Grg.463b, Phld.Rh.2.183 S.: metaph., of style, “κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ.” Hermog.Id.1.12, cf. 9, Them.Or.24.303c. Adv. -κῶς, ἔχειν Sch.Ar.Pl.1064.
κομμ-ωτικός , ή, όν,